-
1 ἐπι-τῑμία
ἐπι-τῑμία, ἡ, 1) die gesetzliche Strafe, N. T. – 2) der Stand eines ἐπίτιμος, wenn der Bürger im Genusse aller seiner Rechte ist, Ggstz ἀτιμία (vgl. ἐπίτιμος), z. B. ὑβρίζειν τὴν πόλιν, τὸ γένος, τὴν ἐπιτιμίαν, Dem. 21, 106; τὸ συνειλεγμένον εἰς τὴν ἐπιτιμίαν ἀργύριον, um seine bürgerliche Ehre zu erhalten, nicht in die Strafe der ἀτιμία zu verfallen, 18, 312; τὴν ἑτέρου ζητῶν ἐπιτιμίαν ἀφελέσϑαι ibd. §. 15; κινδύνου περὶ τῆς ἐπιτιμίας ὄντος 29, 50; Aesch. τὴν ψυχὴν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος 2, 88; vgl. D. Sic. 18, 18; D. Hal. 4, 31. – Bei Artemid. 1, 45 das Schamglied.
-
2 φιλο-τῑμία
φιλο-τῑμία, ἡ, das Wesen, die Sinnesart des φιλότιμος, Ehrliebe, Ehrgeiz, Wetteifer, alle daraus entspringenden Eigenschaften, Neigungen, Leidenschaften, eifrige und angestrengte Bemühung, auch Prunksucht, Prahlerei; rühmlich, φιλοτιμίαν ἔχει αὐτῷ, es ist für ihn rühmlich, Dem. 2, 3; der δόξα entsprechend, 16, ἡ ἀπὸ τούτων φιλοτιμία, der Ruhm davon, 2, 16; auch Freigebigkeit, τὰς πατρῴας οὐσίας εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀνήλωκε φιλοτιμίαν Aesch. 3, 19, vgl. Dem. 20, 82; Plut. oft; – getadelt, Her. 3, 53; τί τῆς κακίστης δαιμόνων ἐφίεσαι, φιλοτιμίας Eur. Phoen. 535; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται I. A. 527; Ar. Th 383 Plut. 192; Plat. oft, ἐπὶ τοῖς καλοῖς Conv. 178 d; φιλοτιμία καὶ ἐπιϑυμία τοῦ λαμβάνειν Xen. Cyr. 8, 1,35; Pol. u. Sp.
-
3 ἐπιτῑμία
-
4 επιτιμια
-
5 φιλοτιμια
ἥ1) честолюбие, гордость Her.φ. τινός и ἐπί τινι Plat., ὑπέρ τινος, περί и πρός τι Polyb. — честолюбивое рвение к чему-л.;
τέν φιλοτιμίαν φιλοτιμεῖσθαι πρός τι Luc. — с честолюбивым рвением заниматься чем-л.;διὰ φιλοτιμίαν и ὑπὸ φιλοτιμίας Plat., φιλοτιμίας ἕνεκεν Lys. или φιλοτιμίᾳ Dem. — из (оскорбленного) самолюбия, из честолюбия или из тщеславия;δοῦλοι φιλοτιμιῶν τινων μωρῶν Xen. — рабы каких-то глупых амбиций2) соревнование, соперничество(φιλονεικίαι καὴ φιλοτιμίαι Plat.; φθόνος καὴ φ. Isocr., Plut.)
αἱ φιλοτιμίαι τῶν συγγραφέων Polyb. — соперничество между писателями;φ. πλούτου Lys. — соревнование в богатстве3) честолюбивая расточительность Dem.φιλοτιμίας τὸν δῆμον ἀναλαμβάνειν Plut. — щедротами привлекать к себе народ;
τὰς οὐσίας εἰς τέν πρός τινα φιλοτιμίαν ἀναλίσκειν Aeschin. — растрачивать имущество на щедрые подачки кому-л.4) честь, почет(φιλοτιμίαν κτᾶσθαι Aeschin.)
ἔχειν φιλοτιμίαν τινί Dem. — служить к чести кому-л.;ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας и τῶν φιλοτιμιῶν Dem. — лишаться чести (почестей)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… … Dictionary of Greek
εύκτητος — εὔκτητος, ον (Α) αυτός που αποκτάται ή αποκτήθηκε εύκολα και τίμια («πλοῡτος εὔκτητος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτητος (< κτώμαι), πρβλ. δορί κτητος, επί κτητος] … Dictionary of Greek
προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
АНТИПАСХА — [греч. ἀντίπασχα букв. то, что вместо Пасхи], 2 я неделя (т. е. воскресенье) после недели Пасхи; др. названия: Новая неделя, Фомина неделя. Уверение Фомы. Дионисий и мастерская. Икона из ц. Св. Троицы Павлова Обнорского мон ря. 1500 г. (ГРМ)… … Православная энциклопедия