-
1 ἐπι-ταλαιπωρέω
ἐπι-ταλαιπωρέω, dabei, noch dazu Mühsal bestehen, sich anstrengen, περὶ τῶν μελλόντων τοῖς παροῦσι βοηϑοῦντας χρὴ ἐπιταλ. Thuc. 1, 123; πρὸς πολιτικοῖς, Mühen übernehmen, Plat. Rep. VII, 540 b.
-
2 προς-επι-ταλαιπωρέω
προς-επι-ταλαιπωρέω, noch mehr, noch länger ausdauern od. Geduld haben (?).
-
3 ἐπιταλαιπωρέω
ἐπι-ταλαιπωρέω, dabei, noch dazu Mühsal bestehen, sich anstrengen; πρὸς πολιτικοῖς, Mühen übernehmen -
4 επιταλαιπωρεω
1) (также, еще) трудитьсяτοῖς παροῦσι βοηθοῦντας χρέ ἐ. Thuc. — содействуя текущим делам, необходимо еще трудиться (для будущего)
2) (над чем-л.) упорно работать(πρὸς πολιτικοῖς ἐ. Plat.)
-
5 προςεπιταλαιπωρέω
προς-επι-ταλαιπωρέω, noch mehr, noch länger ausdauern od. Geduld haben