Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπι-τύμβιος

См. также в других словарях:

  • κατατύμβιος — κατατύμβιος, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στον τάφο, επιτύμβιος, επιτάφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύμβιος (< τύμβιος < τύμβος), πρβλ. επι τύμβιος, υπο τύμβιος] …   Dictionary of Greek

  • υποτύμβιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από τον τύμβο, θαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ τύμβον (< ὑπό + τύμβος «τάφος») + κατάλ. ιος (πρβλ. ἐπι τύμβιος)] …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»