Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπι-τυγχάνω

  • 1 επιτυγχανω

        (fut. ἐπιτεύξομαι, aor. 2 ἐπέτυχον)
        1) попадать
        

    ἐ. τοῦ σκοποῦ Arst. — попасть в цель;

        πολλάκις ἐ. Plut.часто попадать (в цель)

        2) достигать (чего-л.), (в чём-л) преуспевать
        

    (τινός Xen., Dem., τινί Aeschin. и περί τινος Polyb.)

        ἐ. τοῦ ἀγῶνος Dem. — выиграть судебный процесс;
        ἐ. μάχῃ Aeschin. — быть счастливым в сражении;
        ἐ. παρά τινος ποιεῖν τι Luc.добиться от кого-л., чтобы он что-л. сделал;
        ὅ μέ ἐπιτυχὼν Thuc. — потерпевший неудачу;
        αἱ ἐπιτετευγμέναι πράξεις Polyb. и τὰ ἐπιτετευγμένα Diod. — удачи, успехи

        3) встречать(ся), попадаться навстречу, (на что-л.) натыкаться
        

    (τινί Thuc., Plat., Luc. и τινός Thuc., Arph., Arst., Plut.)

        εἴσιθ΄ ἵνα μέ κεῖνος ἡμῖν ἐπιτύχῃ Arph. — войди, чтобы он (т.е. Сократ) не застиг нас;
        ἐ. ταῖς θύραις ἀνεῳγμέναις Plat. — найти дверь открытой;
        ὁλκάδος ἀναγομένης ἐπιτυχών Thuc. — встретив торговое судно, готовое к отплытию;
        (ὅ ἐπιτυχών) (sc. ἄνθρωπος) Her., Eur., Arph., Plat.; — первый встречный, заурядный, рядовой, перен. человек простого звания

        4) общаться, беседовать
        

    (τινί Plat.)

    Древнегреческо-русский словарь > επιτυγχανω

См. также в других словарях:

  • ευεπίτευκτος — η, ο (Α εὐεπίτευκτος, ον) αυτός που επιτυγχάνεται εύκολα, ο κατορθωτός αρχ. 1. αυτός που επιτυγχάνει εύκολα τον σκοπό του 2. ο πρόσφορος, ο κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι τευκτός (< επι τυγχάνω), πρβλ. αν επί τευκτος, δυσ επίτευκτος] …   Dictionary of Greek

  • επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… …   Dictionary of Greek

  • επιτύφομαι — ἐπιτύφομαι (Α) 1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.) 2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.) 3. γεν. μαίνομαι («εἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾱλλον ἐπιτεθυμμένον»,… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»