-
1 επιτρυζω
См. также в других словарях:
επιτρύζω — ἐπιτρύζω (Α) 1. γογγύζω, ψιθυρίζω επί πλέον ή κατόπιν 2. (για τζιτζίκι) τερετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
τρυγόνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δραδότρυπας. * * * η / τρυγών, όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν 1. το πτηνό τρυγόνι 2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων τού… … Dictionary of Greek