-
1 ἐπι-τραγηματίζω
ἐπι-τραγηματίζω, als Nachtisch aufsetzen, Sp.
-
2 ἐπιτραγηματίζω
См. также в других словарях:
επιτραγηματίζω — ἐπιτραγηματίζω (Α) προσφέρω κατά το γεύμα ως επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραγηματίζω (< τράγημα «επιδόρπιο» < θ. τραγ (πρβλ. τραγ ανός τραγ είν, τρώγ ω)] … Dictionary of Greek