Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπι-σχίζω

См. также в других словарях:

  • ἐπεσχισμένα — ἐπί σχίζω split perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπεσχισμένᾱ , ἐπί σχίζω split perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπεσχισμένᾱ , ἐπί σχίζω split perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσχισμένον — ἐπί σχίζω split perf part mp masc acc sg ἐπί σχίζω split perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσχισμένων — ἐπί σχίζω split perf part mp fem gen pl ἐπί σχίζω split perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέσχισε — ἐπί σχίζω split aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέσχισται — ἐπί σχίζω split perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • επαιγίζω — (Α) 1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώ («οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) 2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα 3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά 4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με… …   Dictionary of Greek

  • επικνίζω — ἐπικνίζω (Α) 1. ξύνω στην επιφάνεια 2. (για άροτρο) σχίζω 3. «ἐπικνίζεται δάκνεται» (Λεξικό Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνίζω «ξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • επιρρήγνυμι — ἐπιρρήγνυμι (Α) [ρήγνυμι] 1. σχίζω, ξεσχίζω («πέπλον δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπί συμφορᾷ κακοῡ», Αισχύλ.) 2. διαρρηγνύω, σπάζω, παραβιάζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»