-
1 ἐπι-σταθμεύω
ἐπι-σταθμεύω, einkehren, bes. als Soldat im Quartier liegen, τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πολιορκίᾳ τῶν ἐπισταϑμευόντων Plut. Sull. 25; τινί, bei Jem., Demetr. 23; übertr., ἐπισταϑμεύων τὰ ὦτα διαλέξεσιν ἀκαίροις, belästigen, gleichsam mit Einquartierung versehen, neben ἐνοχλέω, philos. cum princ. 2 extr.; pass., οἰκίαι χαμαιτυπίαις ἐπισταϑμευόμεναι Ant. 9, mit solcher Einquartierung besetzt; Pol. bei Suid.
-
2 ἐπισταθμεύω
ἐπι-σταθμεύω, einkehren, bes. als Soldat im Quartier liegen; τινί, bei j-m; übertr., ἐπισταϑμεύων τὰ ὦτα διαλέξεσιν ἀκαίροις, belästigen, gleichsam mit Einquartierung versehen; pass., οἰκίαι χαμαιτυπίαις ἐπισταϑμευόμεναι, mit solcher Einquartierung besetzt
См. также в других словарях:
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek