-
1 ἐπι-στίλβω
ἐπι-στίλβω, darauf, daran glänzen, Plut. Lys. 28; γυναικὶ δ' ἀεὶ ἡ τοῦ χρώματος ἐπιστίλβει χάρις Luc. Amor. 26.
-
2 ἐπιστίλβω
ἐπι-στίλβω, darauf, daran glänzen
См. также в других словарях:
στίλβωτρο — το, ΝΑ, και στίλβωθρον Α νεοελλ. εργαλείο ή μηχανικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη στίλβωση αντικειμένων αρχ. όργανο για επίπαση καλλωπιστικής ουσίας στο πρόσωπο ή η ίδια η καλλωπιστική ουσία («χρῶνται δὲ αὐτῷ αἱ γυναίκες ἐπὶ τῷ προσώπω ἐπί… … Dictionary of Greek