-
1 ἐπι-σπαστήρ
ἐπι-σπαστήρ, ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
-
2 ἐπισπαστήρ
ἐπι-σπαστήρ, ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Tür von innen zugezogen ward; die Angelschnur: κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο
См. также в других словарях:
ποτισπαστήρ — ῆρος, ὁ, Α (δωρ. τ.) δερμάτινο λουρί με το οποίο έλκεται ο σύρτης τής πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + σπαστήρ (< σπῶ «έλκω, σύρω» + επίθημα τήρ), πρβλ. επι σπαστήρ] … Dictionary of Greek