-
1 ἐπι-πνείω
-
2 παρ-επι-πνείω
παρ-επι-πνείω, poet. statt παρεπιπνέω, von der Seite wehen; in Ap. Rh. 2, 961 nahm man sonst die tmesis an, παρ' ἆσσον ἐπιπνείοντος, Andere schreiben παρᾶσσον.
-
3 παρεπιπνείω
См. также в других словарях:
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek