1 ἐπι-πλαταγέω
ἐπι-πλαταγέω, zuklatschen, Theocr. 9, 22; Schol. τὰς χεῖρας συγκροτεῖν.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐπι-πλαταγέω
2 ἐπιπλαταγέω
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐπιπλαταγέω
3 επιπλαταγεω
(τοῖς ἐπεπλατάγησα Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь > επιπλαταγεω