-
1 επιπλεω
ион. ἐπιπλώω (fut. ἐπιπλεύσομαι, эп. 2 л. sing. aor. 2 ἐπέπλως, part. aor. ἐπιπλώς и ἐπιπλώσας)1) (по чему-л., на чем-л., вдоль чего-л. или по направлению к чему-л.) плытьἐ. πόντον или ἁλμυρὸν ὕδωρ Hom. — плыть по морю;
ἐ. νήσῳ τινι Thuc., Plut.; — отплыть на какой-л. остров;ἐ. ἐπὴ τῶν νεῶν Her. — плыть на кораблях2) (тж. νηυσὴ ἐ. Her.) совершать морской поход, нападать с моря(τινι Her., Plut.; ἐπί τινα Xen.; μεγάλῳ στόλῳ Plut.)
3) (вслед за чем-л.) отплывать(ἐπὴ παντὴ τῷ στόλῳ Polyb.)
4) (по чему-л.) плавать, держаться на поверхности(ἐπὴ τοῦ ὕδατος Her., Arst. или ἐπὴ τῷ ὕδατι Arst.; ἐπὴ τῆς θαλάττης Arst.)
-
2 επικρατεω
1) иметь власть, господствовать, повелевать(νήσοισιν Hom.)
ὅτ΄ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες οἱ νέοι Hom. — когда власть принадлежит молодым хозяевам2) получать перевес, одерживать верх, побеждать(ἐ. ἢ ἀπόλλυσθαι Her.; χρησμὸς ἡμῖν ἐστιν ἐ. Arph.)
ἐ. τῇ στάσι (= στάσει) Her. и ἐν διαστάσει Arst. — выйти победителем из распри;ἐ. τινος παρὰ τῷ βασιλέϊ Her. — одержать верх над кем-л. на царском суде;ἐ. τὰ πλέω τοῦ πολέμου Thuc. — добиться военной победы;ἐ. ταῦτα γίγνεσθαι Thuc. — настоять на этом;τοῦ πυρὸς ἐπικρατῆσαι Her. — потушить огонь (костра)3) иметь перевес, превосходить, быть сильнее или преобладать(πλήθεϊ Her.; τῷ πεζῷ Thuc.)
κατὰ τὸ ἐπικρατοῦν Arst. — в зависимости от преобладающего элемента4) получать власть, становиться господином(τῆς θαλάσσης Her.)
5) завладевать, захватывать(τῶν νεῶν Her.)
ἐ. τῶν πραγμάτων Her. — захватить власть;τῆς καθ΄ ἡμέραν ἀναγκαίου τροφῆς ἐ. Thuc. — добывать себе повседневное пропитание
См. также в других словарях:
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
επιπλέω — (Α ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) [πλέω] 1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.) 2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
επουρώ — (I) ἐπουρῶ, έω (Α) ουρώ, κατουρώ κάποιον. (II) ἐπουρῶ, όω (Α) ταξιδεύω με ούριο άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρόω, ώ «πλέω με ευνοϊκό άνεμο»] … Dictionary of Greek
παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… … Dictionary of Greek