-
1 ἐπι-παλάσσω
ἐπι-παλάσσω, bespritzen, in tmesi ἐπὶ ξίφος αἵματι παλάξαι Eur. I. T. 880, nach Scaliger's Conj. für πελάσαι od. παλαῖσαι.
-
2 ἐπιπαλάσσω
См. также в других словарях:
επιπαλάσσω — ἐπιπαλάσσω (Α) [παλάσσω] σπιλώνω, λερώνω («ἐπί ξίφος αἵματι τῷ παλάξαι», Ευρ.) … Dictionary of Greek