Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπι-νήφω

См. также в других словарях:

  • νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ …   Dictionary of Greek

  • ἐπινήφειν — ἐπί νήφω to be sober pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινήφουσα — ἐπί νήφω to be sober pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινήφω — ἐπινήφω (Α) είμαι νηφάλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήφω «είμαι νηφάλιος»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπινήψας — ἐπινήψᾱς , ἐπί νήφω to be sober aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»