-
1 επινυσταζω
(над чем-л.) задремать, склониться в дремоте(μικρόν Luc.)
ἐπινυστάξαι τοῖς σιτίοις Plut. — задремать после ужина
См. также в других словарях:
νύσταγμα — νύσταγμα, τὸ (Α) [νυστάζω] 1. το να νυστάζει κάποιος 2. σύντομος ή ελαφρύς ύπνος («ὅταν επιπίπτη... φόβος ἐπ ἀνθρώπους, ἐπὶ νυσταγμάτων, ἐπὶ κοίτης», ΠΔ) … Dictionary of Greek
σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… … Dictionary of Greek