-
1 ἐπι-νοητικός
ἐπι-νοητικός, ή, όν, erfinderisch, τοῦ διασώζειν αὑτόν Ath. VII, 310 f; Longin.
-
2 ἐπινοητικός
ἐπι-νοητικός, ή, όν, erfinderisch
1 ἐπι-νοητικός
ἐπι-νοητικός, ή, όν, erfinderisch, τοῦ διασώζειν αὑτόν Ath. VII, 310 f; Longin.
2 ἐπινοητικός