-
1 ἐπι-νέμησις
ἐπι-νέμησις, ἡ, 1) die Vertheilung, Hippocr.; D. L. 10, 93. – 2) (vom med.) πυρός, das Umsichgreifen des Feuers, Plut. Lys. 12; D. L. 10, 93.
-
2 ἐπινέμησις
ἐπι-νέμησις, ἡ, (1) die Verteilung. (2) πυρός, das Umsichgreifen des Feuers
См. также в других словарях:
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek