-
1 επιμισγω
(= ἐπιμίγνυμι См. επιμιγνυμι) преимущ. med.1) иметь сношения, вступать в общение, общаться(παρ΄ ἀλλήλους Thuc.; med.: ἀλλήλοις Xen.; πρὸς ἀλλήλους Arst.)
ἐπιμίσγεσθαι τῇ Ἑλλάδι Her. — вращаться в греческом обществе;ἐπιμίσγεσθαι ἐς τέν ξυμμαχίαν πρός τινας Thuc. — вступать в союз с кем-л.2) med. схватываться, вступать в бой(Τρώεσσιν Hom.)
3) med. принимать участие, являться, приходить(ἐς βουλήν и ἐπὴ δαῖτα Hes.)
См. также в других словарях:
επιμίσγω — ἐπιμίσγω (Α) 1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.) 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή 3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek