Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπι-μέμονα

См. также в других словарях:

  • μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • μόθος — μόθος, ὁ (Α) 1. ταραχή πολέμου 2. (γενικά) συμπλοκή, μάχη 3. (για άλογο) θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μόθος θα μπορούσε να συνδεθεί με άλλους ΙΕ τύπους (πρβλ. αρχ. σλαβ. motati se «ερεθίζομαι, διεγείρομαι», ρωσ. motati «εξαφανίζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»