Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπι-μυκτηρίζω

См. также в других словарях:

  • ἐπεμυκτήρισαν — ἐπί μυκτηρίζω turn up the nose aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμυκτηρίζω — ἐπιμυκτηρίζω (Α) φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)] …   Dictionary of Greek

  • επικωμάζω — ἐπικωμάζω (Α) [επίκωμος] 1. περιφέρομαι στους δρόμους μαζί με άλλους κωμαστές τραγουδώντας και διασκεδάζοντας 2. ορμώ κάπου με συνοδεία άλλων κωμαστών («ὅτε δὲ τῶν νεωτέρων αἴσθοιτό τινας συνευωχουμένους ὅπου δήποτε,... παρεῑν ἐπικωμάζων», Πολ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»