Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπι-μείλια

См. также в других словарях:

  • μείλια — μείλια, τὰ (Α) 1. (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν ευχαρίστηση στους ανθρώπους 2. προίκα («ἐγὼ δ ἐπὶ μείλια δώσω πολλὰ μάλ , ὅσο οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», Ομ. Ιλ.) 3. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια 4. αφιερώματα που προσφέρονται από …   Dictionary of Greek

  • NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιμειλίσσω — ἐπιμειλίσσω (Α) 1. δίνω, προσφέρω δώρα 2. μέσ. ἐπιμειλίσσομαι καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μειλίσσω «καταπραΰνω» (< μείλια «δώρα προς εξευμενισμό»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»