-
1 ἐπι-μαστίδιος
ἐπι-μαστίδιος, an der Brust liegend, saugend; βληχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων, der Säuglinge, Aesch. Spt. 331; γόνος Seph. frg. 962; βρέφος Eur. I. T. 231 u. S0., wie παιδίον Luc. Tox. 61; vgl. Mel. 117 ( Plan. 134).
-
2 ἐπιμαστίδιος
ἐπι-μαστίδιος, u. ἐπι-μάστιος, an der Brust liegend, saugend; βληχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων, der Säuglinge -
3 επιμαστιδιος
21) не отнятый от груди, грудной(βρέφος Eur.; παιδίον Luc.; βλαχαὴ τῶν ἐπιμαστιδίων Aesch.)
2) новорожденный(γόνος ὀρταλίχων Soph.)
См. также в других словарях:
επιμαστίδιος — ἐπιμαστίδιος, ον (Α) (για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο μαστίδιος)] … Dictionary of Greek