-
1 λύω
λύω ρ. μετβ.разрешать от грехов, отпускать грехи, см. άφεση ;ΦΡ.δεσμείν και λύειν — вязать и решать – власть которую Христос дал своим ученикам (ее унаследовали епископы Церкви), отпускать или связывать (не разрешать) грехи верующих:και ο εάν δήσην επί της γης έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ο εάν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς (Ματθ. 16, 19) — и что свяжешь на земле, то будет связано на небесах, и что разрешишь на земле, то будет разрешено на небесах (Мф. 16, 19)
Этим.дргр. «разрешать, отвязывать» -
2 επιλυω
1) развязывать, распускать(τὰ δεσμά Theocr.)
2) отвязывать, спускать (с привязи)(κύνας Xen.)
3) перен., тж. med. развязывать, давать свободу, разнуздывать(τοὺς κακούργους Luc.)
οὐδὲν αὐτοὺς ἐπιλύεται ἥ ἡλικία τὸ μέ οὐχὴ ἀγανακτεῖν Plat. — возраст нисколько не мешает им роптать4) разрешать, объяснять(ἀπορία τις ἐπιλύεται Arst.; πάντα τοῖς μαθηταῖς NT.)
5) опровергать6) ослаблять, расшатыватьτούτους μὲν ἐπιλύσεσθαι, ἐκείνους δὲ μεῖζον δυνήσεσθαι Lys. — (они боятся, что сами) утратят свою силу, а те, напротив, усилятся
См. также в других словарях:
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
ACHILLES — I. ACHILLES Illyrii fil. Appianus. II. ACHILLES Pclei et Thetidis fil. quem adhuc infantem mater Stygiis undis immersit: quamobrem invelnerabilis totô corpore factus est, praeterquam in eâ pedis parte, quâ comprehensus ab ipsâ fuerat dum… … Hofmann J. Lexicon universale
επίλυτρος — ἐπίλυτρος, ον (Α) όμηρος που κρατείται για να καταβληθούν λύτρα για την απελευθέρωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λύτρον (< λύω + κατάλ. τρον, που δηλώνει όργανο)] … Dictionary of Greek
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek