-
1 ἐπι-λογίζομαι
ἐπι-λογίζομαι, dep. med., bei Her. aor. pass., überdenken, überlegen, berücksichtigen, ἐπιλογισϑέντες ὅτι ἕξουσι Her. 7, 177; praes., Plat. Ax. 365 d; οὐδὲν τούτου ἐπελογίσαντο Xen. Hell. 7, 5, 16, sie kehrten sich nicht daran. – Dabei überlegen, τινί, Plut. u. a. Sp.
-
2 προς-επι-λογίζομαι
προς-επι-λογίζομαι, noch dazu überrechnen, schließen, Euclid.
-
3 προ-επι-λογίζομαι
προ-επι-λογίζομαι, dep. med., vorher überrechnen, überlegen; S. Emp. adv. rhett. 110; Philo.
-
4 συν-επι-λογίζομαι
συν-επι-λογίζομαι, mit dazurechnen, Sp., z. B. Eust. Iliad. 277, 32.
-
5 ἐπιλογίζομαι
ἐπι-λογίζομαι, überdenken, überlegen, berücksichtigen; οὐδὲν τούτου ἐπελογίσαντο, sie kehrten sich nicht daran -
6 προεπιλογίζομαι
προ-επι-λογίζομαι, vorher überrechnen, überlegen -
7 προςεπιλογίζομαι
προς-επι-λογίζομαι, noch dazu überrechnen, schließen -
8 συνεπιλογίζομαι
См. также в других словарях:
ευεπιλόγιστος — εὐεπιλόγιστος, ον (Α) αυτός που συμπεραίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι λογιστος (< επι λογίζομαι «συμπεραίνω» < επί λογος), πρβλ. δυσ επι λόγιστος] … Dictionary of Greek
προσλογίζομαι — Α [λογίζομαι] 1. υπολογίζω, λογαριάζω επί πλέον 2. (σχετικά με χρηματικό ποσό) συναριθμώ («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. τάλαντα]», Λυσ.) 3. παίρνω υπ όψιν μου και κάτι ακόμη 4. καταλογίζω κάτι ακόμη («καὶ μὴ τῷ πλέον… … Dictionary of Greek
προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως … Dictionary of Greek