-
1 επιλεαινω
1) делать гладким, разглаживать(τὰ πληγέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut.)
2) перен. сглаживать, смягчать(τέν γνώμην τινός Her.; ταύτην τέν ἀτοπίαν Plut.)
См. также в других словарях:
επιλεαίνω — ἐπιλεαίνω (Α) 1. καθιστώ κάτι λείο 2. καθιστώ κάτι αποδεκτό, παραδεκτό («ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεαίνω «λειαίνω»] … Dictionary of Greek