-
1 επιλανθανω
эп.-ион. ἐπιλήθω (fut. ἐπιλήσω и ἐπιλήσομαι, aor. ἐπέλησα, aor. 2 ἐπελᾰθόμην, pf. ἐπιλέληθα и ἐπιλέλησμαι; aor. pass. ἐπελήσθην)1) заставлять забыть, погружать в забвениеὁ ὕπνος ἐπέλησεν ἁπάντων Hom. — сон дает забвение всего
2) преимущ. med. ἐπιλανθάνομαι, чаще ἐπιλήθομαι забывать, не помнить(τινος Pind., Soph., Eur., Xen., Plat., τι Her., Eur., Arph., Plat. и ποιεῖν τι Arph., Plat.)
ἐπιλελῆσθαι ὑπὸ χρόνου Plat. и διὰ τὸν χρόνον Arst. — забыть за давностью;ἐπιλελήσμεθα γέροντες ὄντες Eur. — мы забыли про свою старость;μεμνημένος Her. или ἑκὼν ἐπιλανθάνομαί τινος Her., Aeschin. — я сознательно забываю о чем-л., стараюсь выбросить что-л. из памяти3) med. забывать, оставлять по забывчивости(τέν ζώνην Plut.)
4) pass. быть в пренебрежении
См. также в других словарях:
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… … Dictionary of Greek
επιλήσμων — ἐπιλήσμων, ον (AM) αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.) (| αρχ. αυτός που φέρνει λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήσμων < *λάθ μων < αορ. θ. λαθ. τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον) με σ… … Dictionary of Greek
επιληστικός — ἐπιληστικός, ή, όν (Μ) αυτός που λησμονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < *λαθ τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ τού ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον)] … Dictionary of Greek