-
1 λάμπω
Grammatical information: v.Other forms: aor. λάμψαι, fut. λάμψω (IA.), perf. 3. sg. λέλαμπε with pres.-meaning (E.; Wackernagel Synt. 1, 167, Schwyzer 772), aor. pass. λαμφθῆναι (J.),Derivatives: 1. λαμπάς, - άδος f. `torch, torch-race' (IA.), also poet. adj. `torch-lit ' (S.); with λαμπάδιον `small torch' (Att.); λαμπαδ-ίας m. name of a comet and of the constellation Aldebaran (Chrysipp.; Scherer Gestirnnamen 121 f.), - ίτης `torch-runner' (Pergamon IIIa; Redard 242); λαμπάδ-ιος `from a torch' (pap.), - ιεῖος `id.' (Delos IIIa; Schwyzer 468, Chantraine Form. 93), - ικός `id.' (sch.); λαμπαδεῖον `toch-holder' (Eleusis IVa; like λυχνεῖον). Denomin.: a. λαμπαδίζω `participate in a torch-run or a torch-procession' with λαμπαδισταί pl. `participants in a toch-run' (Delphi II a; Fraenkel Nom. ag. 2, 71 f.); b. λαμπαδεύομαι, - εύω `id., treat as a λαμπάς' (D. S., Ph.) with λαμπαδεία ` torch-procession' (Priene III-IIa). - 2. λαμπτήρ, - ῆρος m. `lighter, torch, lantern' (Od.), with λαμπτήρια n. pl. name of a feast (pap.). 3. λάμψις f. ` lighting' (LXX, Ph.), esp. in compp. as διάλαμψις (Arist.) etc. On λαμψάνη ` cabbage, `Brassica arvensis's.v. 4. λαμπηδών, - όνος f. `lustre, glance' (Epicur., D. S.). 5. λαμπυρίς f. ` glow-worm' (Arist.) with λαμπυρίζω ` light as a glow-worm', also `enlighten' (Thphr., pap.), dissimilated from *λαμπ-υλίς? (Leumann Glotta 32, 223 n. 2; but s. below). - 6. λαμπρός `lighting, gleaming' with λαμπρότης, λαμπρύνω `enlighten', midd. `show' (IA.), with λαμπρυν-τής (late); as 1. member w. dissim. in Λάμπουρος name of a dog (Theoc.), - ουρις f. `fox' (A. Fr. 433, Lyc.). -- 7. ὑπο-, περι-λαμπ-ής `blow resp. roundabout lighting' (Hes. Sc., Ph., Plu.). -- 8. Lengthened verbal forms: ptc. λαμπετάων (- όων) `lighting' (Λ 104); explanation uncertain, s. Schwyzer 705, Leumann Hom. Wörter181 f., Chantraine Gramm. hom. 1, 358; λαμπάζω = λάμπω (Man.). - 9. Several PN: Λάμπος, Λαμπετίδης, Λαμπετίη, Λάμπιτος, - τώ, Λαμπαδ-ίων, - ίσκος, Λαμπ(τ)ρεύς; s. Bechtel Histor. PN 621, Fraenkel Nom. ag. 1, 236, Schwyzer 337.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The forms, both the verbal and the nominal, go back on a λάμπω (Schwyzer 692). - Withou nasalwe find in Hitt. lap-zi `glow', lap-nu-zi `bring in glow, kindle' (MudgeLang. 7, 252, Benveniste BSL 33, 140). Further, with long vowel, IE. * lāp- or * lōp-, some Baltic words for `torch, flame': Lith. lópė, Latv. lāpa, OPruss. lopis; with short a-vowel, but deviating in auslaut, Celt., OIr. lassaim `flame', Welsh llachar `glow', which can go back on * laps-. - Further combinations in Bq and WP. 2, 383; also Fraenkel Wb. s. lópė. Cf. also λοφνίς. It is doubtful whether this material proves IE origin. On λαμψάνη s. v., id. λοφνίς. Are λαμπ-ηδών, λαμπ-υρίς Greek? A nasal present is also difficult (* lh₂mp-?).Page in Frisk: 2,79-80Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάμπω
-
2 ἐπιλάμπω
A shine after or thereupon, ἠέλιος δ' ἐπέλαμψε thereupon the sun shone forth, Il.17.650; of the moon, h.Merc. 141, Plu.2.044d, etc.;ὥς σφι ἡμέρη ἐπέλαμψε Hdt.8.14
, cf. 3.135; ἡμέρης ἐπιλαμψάσης when day had fully come, Id.7.13; alsoἔαρος ἐπιλάμψαντος Id.8.130
.2. shine upon (a place), abs., Hp.Aër.6, X.Cyn.8.1: c.dat.,φλόγες ἐ. ἄκροις τοῖς κέρασι Plu.Fab.6
;ὁ ἥλιος ἐπέλαμπε τῷ ἔργῳ Id.Arat.22
, cf. Theo Sm.p.121H.: metaph., οὔριος.. ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι,Κύπρι AP5.16
(Gaet.); τοῖς ἀπελπίζουσιν ἐ. bring them new light; OGI194.20 (Egypt, i B.C.), cf. ib.669.7 (ibid., i A.D.).II. trans., make to shine, μόχθοι νεότατ' ἐπέλαμψαν μυρίοι (so L.Dind. for μυρίοις) Pi.Fr. 172 (dub. l.);τὸ ἀγαθὸν πᾶσιν ἐ. τοῖς νοητοῖς ἀλήθειαν Plot.4.7.10
:—[voice] Pass., shine upon,λόφῳ -ελάμπετο πήληξ A.R.2.920
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλάμπω
-
3 ἐπιλάμπω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιλάμπω
-
4 λαμπάς
λαμπάς, άδος, ἡ (s. λάμπω; Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX, TestSol 10:8; TestJob; ParJer 3:2; Philo, Joseph., SibOr; Mel., Fgm. 8b [περὶ λουτροῦ] 3; loanw. in rabb.).① torch (in this mng. in Trag.; Thu. 3, 24, 1; Polyb. 3, 93, 4; Herodian 4, 2, 10; OGI 764, 43; 50; 54; Sir 48:1; Jos., Bell. 6, 16, Ant. 5, 223; SibOr Fgm. 3, 44), so prob. J 18:3 w. φανοί (=lanterns; both articles together Dionys. Hal. 11, 40, 2; PLond II, 1159, 59 p. 113 [II A.D.]=Mitt-Wilck. I/2, p. 493).—Celestial phenomena that resemble burning torches (Diod S 16, 66; Ps.-Aristot., De Mundo 4; Erot. Gr. Fgm. pap ed. BLavagnini 1922, Herp. 47; PGM 4, 2939ff ἀστέρα ὡς λαμπάδα) ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς Rv 8:10 (Diod S 15, 50, 2 ὤφθη κατὰ τὸν οὐρανὸν ἐπὶ πολλὰς νύκτας λαμπὰς μεγάλη καομένη; Artem. 2, 9 p. 92, 22 λαμπάδες ἐν οὐρανῷ καιόμεναι). Cp. ἑπτὰ λαμπάδες πυρὸς καιόμεναι ἐνώπιον τ. θρόνου 4:5 (λαμπάδες πυρός as Eutecnius 4 p. 39, 6; Gen 15:17; Na 2:5; Da 10:6; Philo, Rer. Div. Her. 311.—λαμπάδες καιόμεναι as Artem. [see above]; Job 41:11).② lamp (so POxy 1449 [III A.D.]; Jdth 10:22; Da 5:5 Theod.) w. a wick and space for oil Mt 25:1, 3f, 7f (acc. to FZorell, Verbum Domini 10, 1930, 176–82; HAlmqvist, Plut. u. d. NT ’46, 46 [Mor. 263f] the wedding torch [s. 1] is meant here); Ac 20:8. It is uncertain whether λαβέτωσαν ἀνὰ λαμπάδα let each (daughter) take a lamp (or torch) GJs 7:2 (‘lampe’ deStrycker; ‘flambeau’ EAmann, Le Protévangile de Jacques et ses remaniements latins 1910) belongs under 1 or 2 (cp. Mt 25:1 and Lk 12:35).—RAC VII 154–217. B. 484. DELG s.v. λάμπω. M-M. TW.
См. также в других словарях:
πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… … Dictionary of Greek
επαυγάζω — ἐπαυγάζω (Α) 1. φωτίζω, καταυγάζω, λάμπω 2. κοιτάζω κάτι προσεκτικά 3. ερευνώ, εξετάζω κάτι με προσοχή, λεπτομερώς («ἐπαυγασόμεθα δ αὐτῶν ἔκαστον ἀκριβέστερον», Φίλ.) 4. απρόσ. ἐπαυγάζει φωτίζει, χαράζει, φέγγει, ξημερώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
επιγάνυμαι — ἐπιγάνυμαι (Α) λάμπω από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γάνυμαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek
επιμαρμαίρω — ἐπιμαρμαίρω (Μ) λάμπω από ψηλά («ἥλιος ἐπεμάρμαιρε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μαρμαίρω «λάμπω»] … Dictionary of Greek
χλιαίνω — ΝΜΑ νεοελλ. (ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρό μσν. αρχ. θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.) αρχ. 1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
επιφαύσκω — ἐπιφαύσκω (Α) (για φωτεινή πηγή) λάμπω, ανατέλλω, φωτίζω (α. «εἰ σελήνη συντάσσει, καὶ οὐκ ἐπιφαύσκει», ΠΔ β. ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαύ σκ ω (< θεματικός αόρ. φάF ε «φώτισε» με παρέκταση σκ )] … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
προσανθώ — έω, Α 1. ανθώ, θάλλω, ακμάζω επί πλέον 2. προσδίδω λάμψη σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνθῶ «ανθίζω, ευημερώ, λάμπω»] … Dictionary of Greek
προσεπιγάνυμαι — Μ χαίρομαι, αγάλλομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιγάνυμαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek
σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… … Dictionary of Greek