-
1 ἐπι-κῡρόω
ἐπι-κῡρόω, bestätigen, genehmigen, ἐπικυρώσας τὸ πρᾶγμα, τὴν γνώμην, Is. 7, 2. 42; Thuc. 3, 71; ἤκουσεν ὧν δεῖ (ἡ Νέμεσις) κἀπεκύρωσεν καλῶς Soph. El. 783; ἡμᾶς ϑανεῖν, bestimmen, Eur. Or. 862; ὅτῳ ταῠτα δοκεῖ καλῶς ἔχειν, ἐπικυρωσάτω Xen. An. 3, 2, 32; Dem. u. A.
-
2 συν-επι-κῡρόω
συν-επι-κῡρόω, mit od. zugleich bestätigen, τὸ δόγμα, τὰς ὁμολογίας, Pol. 4, 30, 3. 22, 7, 3, u. a. Sp.
-
3 συνεπικῡρόω
συν-επι-κῡρόω, mit od. zugleich bestätigen