-
1 επικυλινδω
См. также в других словарях:
ἐπικυλίνδουσι — ἐπί κυλίνδω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί κυλίνδω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλίνδειν — ἐπί κυλίνδω roll pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλίνδεται — ἐπί κυλίνδω roll pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλισθέντα — ἐπικυλῑσθέντα , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπικυλῑσθέντα , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκύλισαν — ἐπεκύλῑσαν , ἐπί κυλίνδω roll aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκύλισε — ἐπεκύλῑσε , ἐπί κυλίνδω roll aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκύλισεν — ἐπεκύλῑσεν , ἐπί κυλίνδω roll aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλισθεῖσα — ἐπικυλῑσθεῖσα , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλισθεῖσαι — ἐπικυλῑσθεῖσαι , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλισθέντων — ἐπικυλῑσθέντων , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυλίσαντες — ἐπικυλί̱σαντες , ἐπί κυλίνδω roll aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)