Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπι-κῠλίνδω

См. также в других словарях:

  • ἐπικυλίνδουσι — ἐπί κυλίνδω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί κυλίνδω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλίνδειν — ἐπί κυλίνδω roll pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλίνδεται — ἐπί κυλίνδω roll pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλισθέντα — ἐπικυλῑσθέντα , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπικυλῑσθέντα , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκύλισαν — ἐπεκύλῑσαν , ἐπί κυλίνδω roll aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκύλισε — ἐπεκύλῑσε , ἐπί κυλίνδω roll aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκύλισεν — ἐπεκύλῑσεν , ἐπί κυλίνδω roll aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλισθεῖσα — ἐπικυλῑσθεῖσα , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλισθεῖσαι — ἐπικυλῑσθεῖσαι , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλισθέντων — ἐπικυλῑσθέντων , ἐπί κυλίνδω roll aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυλίσαντες — ἐπικυλί̱σαντες , ἐπί κυλίνδω roll aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»