-
1 ἐπι-καλαμάομαι
ἐπι-καλαμάομαι, Nachlese halten, Luc. Tox. 16, v. l. ἐπιπαλαμάομαι.
-
2 ἐπικαλαμάομαι
-
3 επικαλαμαομαι
1 ἐπι-καλαμάομαι
ἐπι-καλαμάομαι, Nachlese halten, Luc. Tox. 16, v. l. ἐπιπαλαμάομαι.
2 ἐπικαλαμάομαι
3 επικαλαμαομαι