-
1 επικραινω
эп. тж. ἐπικραιαίνω (fut. ἐπικρᾰνῶ, эп. 3 л. sing. aor. opt. ἐπικρήνειε)1) приводить в исполнение, свершать, осуществлять(ἀρέν πᾶσάν τινος Hom.; ποινὰς θανάτων Aesch.)
νῦν μοι τόδ΄ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ Hom. — ныне исполни эту мою мольбу;χρυσῷ ἐπὴ χείλεα κεκράανται Hom. — края (серебряной чаши) отделаны золотом2) направлять, управлять(πάντας θεούς - v. l. οἴμους ἐπέων τε καὴ ἔργων HH.)
См. также в других словарях:
επικραίνω — ἐπικραίνω (Α) εκπληρώνω, επιτελώ, εκτελώ, φέρω εις πέρας («ἠδ’ ἔτι καὶ νῡν μοι τόδ’ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπικραίνομαι κατασκευάζομαι, γίνομαι, εκτελούμαι, συμπληρώνομαι («ἐπεκραίνετο μόρσιμος αἰών», Αισχύλ.) 3. διευθύνω, κυβερνώ 4 … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek