-
1 επικλωθω
тж. med. прясть, (преимущ. о Μοῖραι, которые поэтому наз. Κλῶθες или Κατακλῶθες) прясть нить судьбы, готовить (тот или иной) уделοὔ μοι τοιοῦτον ἐπέκλωσαν ὄλβον Hom. — (боги) не дали мне в удел этого счастья;ἥ εἱμαρμένη, ἣν ἂν σὺ ἐπικλώσῃς Plat. — участь, которую ты мне назначишь;τὰ ἐπικλωσθέντα Plat. — предопределение судьбы;ὅ ἐπικλωσθεὴς τῆς ζωῆς βίος Plut. — жизненный удел
См. также в других словарях:
ἐπικατέκλωσαν — ἐπί , κατά , ἐκ λόω lǎvo aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπί , κατά κλώθω twist by spinning aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek
προσεπικλώθω — Α επικλώθω επί πλέον, προορίζω για κάποιον κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικλώθω «κλώθω, προκαθορίζω, προδιαγράφω»] … Dictionary of Greek