-
1 ἐπι-κινδῡνώδης
ἐπι-κινδῡνώδης, ες, dasselbe, Schol. Soph. El. 222 u. Sp.
-
2 ἐπικίνδῡνος
ἐπι-κίνδῡνος, u. ἐπι-κινδῡνώδης, ες, mit Gefahr verbunden, gefährlich; στρατεῖαι, in Gefahr schwebend; ἐπικίνδυνον ἦν μὴ λαμφϑείη, es war Gefahr, war zu fürchten, daß; ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, alles ist voller Gefahren
См. также в других словарях:
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek