-
1 ἐπι-κεντρίζω
ἐπι-κεντρίζω, mit dem Stachel auf der Oberfläche berühren, ritzen, Philp. 50 (IX, 77). – Bei Geopon. pfropfen, = ἐγκεντρίζω.
-
2 ἐπικεντρίζω
ἐπι-κεντρίζω, mit dem Stachel auf der Oberfläche berühren, ritzen; pfropfen -
3 επικεντριζω
-
4 подколоть
ρ.σ.μ.1. καρφώνω καρφιτσώνω•-косу καρφιτσώνω την πλεξούδα.
2. (επι)συνάπτω•подколоть характеристику к делу επισυνάπτω έκθεση για την υπόθεση.
3. κεντρίζω, νύσσω.4. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω.ρ.σ.μ. σχίζω ακόμα λίγο ή παραπάνω•подколоть дров σχίζω ακόμα λίγα καυσόξυλα.
См. также в других словарях:
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek