-
1 επικαθιζω
1) med. (у чего-л.) сажать, воен. ставить, выставлять(φυλακήν Thuc. - v. l. ἐπικαθίσταμαι)
2) (на чём-л.) сидеть, находиться3) (против чего-л.) расположиться лагерем, тж. осаждать(τῇ πόλει Polyb.)
4) (на что-л.) садиться(ἐπάνω τῶν ἱματίων NT.)
См. также в других словарях:
καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… … Dictionary of Greek
ιζάνω — (ΑΜ ἱζάνω, Α και αιολ. τ. ἱσδάνω) νεοελλ. κατακαθίζω αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθήσει, τοποθετώ, εγκαθιστώ, καθίζω 2. ιδρύω 3. (αμτβ.) κάθομαι, καθίζω τον εαυτό μου 4. (για το έδαφος) κατακαθίζω, καθιζάνω («ἱζάνοντος ἀεὶ ἐπὶ τὸ κενούμενον»).… … Dictionary of Greek
ανακλίνω — (Α ἀνακλίνω) 1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω 2. ανασηκώνω 3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.) αρχ. 1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ 2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω 3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι 4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω 5 … Dictionary of Greek
επικαθέζομαι — ἐπικαθέζομαι (Α) 1. κάθομαι πάνω σε κάτι 2. στηρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ έζομαι «καθίζω»] … Dictionary of Greek
εποκέλλω — ἐποκέλλω (Α) 1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῑα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.) 2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῡ Πρωτεσιλάου», Θουκ.) 3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ… … Dictionary of Greek
εφίζω — ἐφίζω και δωρ. τ. ἐφίσδω (Α) 1. βάζω κάποιον να καθίσει («γούνασιν οἶσιν ἐφεσσάμενος» αφού μέ κάθισε στα γόνατα, Ομ. Οδ.) 2. αποκαθιστώ, επανατάσσω εξάρθρωση 3. (αμτβ.) κάθομαι 4. κάθομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵζω «καθίζω»] … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… … Православная энциклопедия