-
1 ἐπι-κάμπτω
ἐπι-κάμπτω, einbiegen, umbiegen, krümmen, Hippocr.; τὸν δάκτυλον Arist. H. A. 5, 30; bes. vom Heere, die Flügel einwärts od. auswärts krümmen, εἰς κύκλωσιν, um den Feind zu umzingeln, Xen. Hell. 4, 2, 20; absol., ἐπέκαμπτεν ὡς εἰς κύκλωσιν An. 1, 8, 23. – Auch Sp., wie Geop.
-
2 ἐπι-συγ-κάμπτω
ἐπι-συγ-κάμπτω, darüber zusammenbiegen, Hippocr.
-
3 κάμπτω
κάμπτω, 1) beugen, krümmen; ὄφρα ἴτυν κάμψῃ Il. 4, 486; ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν 24, 274; γόνυ u. γόνατα κάμπτειν, die Kniee beugen, um sich zu setzen u. auszuruhen, 7, 118. 19, 72; γόνατα χεῖράς τε, er bog die Kniee u. die Arme, ließ sie ermattet ruhen, Od. 5, 453; Aesch. οὐ κάμπτων γόνυ, ungebeugt, das Kniee nicht ausruhend, Prom. 32; ἄσμενος δὲ τἂν σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι κάμψειεν γόνυ, er möchte gern ausruhen, 396; κῶλα κάμψον τοῠδ' ἐπ' ἀξέστου πέτρου Soph. O. C. 19; so auch εὖτε νῦν ἕδρας πρώτων ἐφ' ὑμῶν τῆςδε γῆς ἔκαμψ' ἐγώ, da ich bei euch zuerst mich niedergelassen, 85; vgl. Eur. Hec. 1150; Ggstz εὐϑύνω, Plat. Prot. 325 d; im med., καμπτόμενον τὸ σῶμα, sich krümmen, im Ggstz von ἐκτεινόμενον, Tim. 74 b; von Linien u. Flächen, dem διατείνεσϑαι entggstzt, Plut. de ad. et amic. discr. 31; γραμμή, gekrümmte u. auch gebrochene Linie, Arist. Metaph. 4, 6 γραμμὴ κἂν κεκαμμένη ᾐ, συνεχὴς δέ, μία λέγεται u. τὴν δὲ κεκαμμένην καὶ ἔχουσαν γωνίαν. – 2) von der Rennbahn entlehnt, um das Ziel herumbiegen, umlenken u. auf der andern Seite zurückfahren; κάμπτοντος ἵππου Soph. El. 734; vgl. Aesch. Ag. 335; περὶ νύσσαν Theocr. 24, 119; sc. ἵππους od. ἅρμα u. dgl., übh. herumfahren, κάμψας τὸ ἀκρωτήριον, nachdem er um das Vorgebirge herumgefahren war, Her. 4, 43. 42. 7, 122 u. Folgde, wie Strab. VIII, 378 D. Sic. 13, 64; Ar. sagt περὶ ἄκραν κάμπτων Ach. 96; τὸν κόλπον κάμπτων Her. 7, 58; κάμψειε πάλιν ϑυμέλας οἴκων πάτρας Eur. Rhes. 235; absolut, πάλιν δὲ κάμψας εἰς ὄρος κομίζομαι τὸν παῖδα Bacch. 1225. – Uebertr., ἐνταῦϑα κάμπτειν τὸν ταλαίπωρον βίον Soph. O. C. 91, enden den Lebenslauf, wie Eur. ὅταν δὲ κάμψῃς καὶ τελευτήσῃς βίον Hel. 1666. – Nach Hesych. auch τὸ ἐν τῇ ᾠδῇ καμπὰς ποιεῖν, wie νέας ἁψῖδας ἐπῶν Ar. Th. 53; Philostr. – 3) übertr., bewegen, rühren, u. stärker, demüthigen; ὑψιφρόνων τινὰ βροτῶν Pind. P. 2, 51; τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι Aesch. Prom. 237, vgl. 306. 511; ἐπειδὴ δὲ σοῦ ἀκούω κάμπτομαι Plat. Prot. 320 b; Ggstz καρτερεῖν, Lach. 192 e; ἐὰν κάμπτηται καὶ ἕλκηται πρὸς φιλοσοφίαν Rep. VI, 494 e; im schlechten Sinne, ἐπὶ τὸ ψεῦδος τρεπόμενοι πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται Theaet. 173 a; – καμφϑῆναι καὶ μεταγνῶναι Thuc. 3, 58; Sp.
-
4 ἀνα-κάμπτω
ἀνα-κάμπτω, zurück-, umbiegen, ἀνακάμψει Antiphan. bei B. A. 81, durch ὑποστρέψαι ποιήσει er Kl.; gew. intrans., Her. ὄρος 2, 8; auf der Rennbahn, um das Ziel herum biegen u. zurückfahren, dah. zurückkehren, wie intrans. gebraucht, πάλιν ἐπὶ τὸ ἕτερον, Plat. Phaed. 72 b; Sp. πρός τινα, Matth. 2, 12; auf-u. abgehen, Diog. L. 5, 2.
-
5 ἐπικάμπτω
ἐπι-κάμπτω, einbiegen, umbiegen, krümmen; bes. vom Heere: die Flügel einwärts od. auswärts krümmen, εἰς κύκλωσιν, um den Feind zu umzingeln -
6 ἐπισυγκάμπτω
См. также в других словарях:
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
επικάμπτω — (AM έπικάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω 2. (αμτβ.) κυρτώνομαι μσν. μέσ. ἐπικάμπτομαι είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ.… … Dictionary of Greek
επιγνάμπτω — ἐπιγνάμπτω (Α) 1. κάμπτω, λυγίζω 2. κάνω κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γνάμπτω «κάμπτω»] … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
διπλώνω — (AM διπλῶ, όω) [διπλούς] 1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη 2. διπλασιάζω νεοελλ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω αρχ. 1. επαναλαμβάνω μια πράξη 2. πολλαπλασιάζω επί δύο 3. πληρώνω τα διπλά … Dictionary of Greek
επανακάμπτω — (AM ἐπανακάμπτω) 1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω 2. ξαναφέρνω στο νου πάλι, θυμίζω μσν. ξαναγυρίζω στα παλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα κάμπτω «στρέφω προς τα πίσω»] … Dictionary of Greek
επημύω — ἐπημύω (Α) γέρνω, λυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ημύω «κάμπτω, λυγίζω»] … Dictionary of Greek
επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… … Dictionary of Greek
επισιμώ — ἐπισιμῶ, όω (Α) 1. κυρτώνω, καμπυλώνω 2. στρέφω την πορεία μου προς τα πλάγια («ὁ δ’ ‘Αγησίλαος ἰδών ταῡτα πρὸς ἐκείνους μὲν οὐκ ἦγεν ἐπισιμώσας δὲ πρὸς τὴν πόλιν ᾔει», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σιμώ (< σιμός) «ζαρώνω τη μύτη μου κάμπτω»] … Dictionary of Greek