-
1 επιθιγγανω
(impf. ἐπέθῐγον)1) (чуть) прикасаться, дотрагиваться(τινός и τινί Plut.)
2) простираться, достигать
См. также в других словарях:
επιθιγγάνω — ἐπιθιγγάνω (AM) 1. αγγίζω, ψηλαφώ επιφάνεια 2. φθάνω μέχρις ενός σημείου 3. (με δοτ.) εφάπτομαι επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θιγγάνω «εγγίζω»] … Dictionary of Greek