-
1 επιθειαζω
1) призывать богов в свидетели, клясться богами2) заклинать богами(μέ ποιεῖν τι Thuc.)
3) вдохнуть божественное начало, придать божественную силу(τῷ λόγῳ Plut.)
; вдохновлять(ἀνθρώποις Plut.)
4) приписывать божественную силу, объявлять божественным знамением(τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὴ φάσματα Plut.)
См. также в других словарях:
θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… … Dictionary of Greek