-
1 ἐπι-ετής
-
2 δι-ετής
δι-ετής, ές, oder nach Choerob. B. A. 1375 διέτης, wie bei Her. steht; bei Is. u. Dem. ἐπὶ δίετες, bei Harpocr. ἐπιδιετές; zweijährig; χρόνος, Her. 2, 2; Folgde; ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν, Is. 8, 31; im Gesetze bei Dem. 46, 20. 24; nach B. A. 255 τὸ γενέσϑαι ἐτῶν ὀκτωκαίδεκα, also 2 Jahre über die Mannbarkeit (ἥβη = 16 Jahre) hinaus sein, der att. Ausdruck für »mündig werden«; vgl. Harpocr. p. 79.
-
3 ἐπιετής
ἐπι-ετής, ές, diesjährig
См. также в других словарях:
επιετής — ἐπιετής, ές (Α) φετινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ετής (< έτος)] … Dictionary of Greek
τριετής — ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος νεοελλ. φρ. «τριετές σύστημα» (γεωπ.) η επανάληψη τής καλλιέργειας ενός φυτού κάθε… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ενναέτης — (I) ἐνναέτης, ες (θηλ. ἐνναέτις, ιων. τ. εἰναέτις) (Α) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών 2. (επικ. ουδ. ως επίρρ.) ἐννάετες επί εννέα χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ενFα (βλ. εννέα) + ετης < έτος]. (II) ἐνναέτης, ο (θηλ. ἐνναέτις) (Α)… … Dictionary of Greek
εξαετής — ές (θηλ. και εξαέτις) (AM ἑξαετής, ες Α και ἑξαέτης, ες AM θηλ. ἑξαέτις) 1. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («εξαετής πόλεμος, συμμαχία») 2. αυτός που έχει ηλικία έξι ετών αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑξάετες επί έξι χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ… … Dictionary of Greek