-
1 ἐπι-δρομάδην
ἐπι-δρομάδην, laufend, eilig, στίβον ἕρπει Nic. Th. 481; ἀγορεύειν Orph. Arg. 559. Vgl. ἐπιτροχάδην.
-
2 ἐπιδρομάδην
ἐπι-δρομάδην, laufend, eilig
1 ἐπι-δρομάδην
ἐπι-δρομάδην, laufend, eilig, στίβον ἕρπει Nic. Th. 481; ἀγορεύειν Orph. Arg. 559. Vgl. ἐπιτροχάδην.
2 ἐπιδρομάδην