-
1 επιδιακρινω
См. также в других словарях:
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
προσκατανοώ — έω, Α 1. κατανοώ επί πλέον 2. διακρίνω επί πλέον 3. αισθάνομαι επί πλέον 4. παρατηρώ επί πλέον … Dictionary of Greek
χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… … Dictionary of Greek
προσδιακρίνω — Α 1. διακρίνω επί πλέον 2. κρίνω, αποφασίζω επί πλέον 3. λαμβάνω υπ όψιν κατά τον υπολογισμό … Dictionary of Greek
προσδιαστέλλω — Α 1. διαστέλλω περαιτέρω 2. διακρίνω επί πλέον 3. μέσ. προσδιαστέλλομαι α) προσδιορίζω κάτι επί πλέον β) συμφωνώ με κάποιον … Dictionary of Greek
αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… … Dictionary of Greek
επαΐω — (Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω) νεοελλ. αρχ. η μτχ. επαΐων, επαΐοντες οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες αρχ. 1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.) 2. αντιλαμβάνομαι,… … Dictionary of Greek
επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… … Dictionary of Greek
επιφωρώ — ἐπιφωρῶ, άω (Α) ανακαλύπτω σ’ ένα πράγμα, διακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φωρώ «ανακαλύπτω, συλλαμβάνω επ’ αυτοφώρω» (< φωρ «κλέφτης»)] … Dictionary of Greek
προσδιαλαμβάνω — Α σκέπτομαι, μελετώ κάτι επί πλέον («προσδιαληφθέντος περὶ αὐτοῡ ἁρμοζόντως» αφού έγινε η κατάλληλη μελέτη για το ζήτημα, πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαλαμβάνω «διακρίνω, ορίζω, καθορίζω»] … Dictionary of Greek
προσδιαρθρώ — όω, Α 1. διαμελίζω επί πλέον 2. μτφ. ερμηνεύω κάτι ακόμη λεπτομερώς («οὐ γὰρ ἱκαναὶ αἱ ἔννοιαι ἀποφῆναι σοφόν, ἂν μὴ ᾖ ὁ προσδιαρθρώσων», Ανώτ. π. Θεαίτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαρθρῶ «διακρίνω, διαπλάσσω, διαμορφώνω»] … Dictionary of Greek