-
1 ἐπιδεύομαι
ἐπι-δεύομαι ( δέομαι), ipf. ἐπεδεύετο: lack, need, be inferior to, w. gen. of thing or of person, Il. 2.229, Il. 18.77; both together, οὐ μὲν γάρ τι μάχης ἐπεδεύετ' Ἀχαιῶν (cf. Od. 21.253, under ἐπιδευής), Il. 24.385.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιδεύομαι
См. также в других словарях:
επιδεύομαι — ἐπιδεύομαι (Α) 1. μού λείπει κάτι, στερούμαι («νῡν δ’ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι», Ομ. Οδ.) 2. χρειάζομαι τη βοήθεια κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος») 3. υστερώ, μειονεκτώ («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεύομαι «στερούμαι, έχω… … Dictionary of Greek