-
1 ἐπι-δευής
ἐπι-δευής, ές, ep. = ἐπιδεής, ermangelnd, bedürftig, τυροῠ καὶ κρειῶν Od. 4, 87; δαιτὸς ἐΐ-σης Il. 9, 225; absolut, κτήματα τά τ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής, sc. αὐτῶν 5, 481; βίης ἐπιδευέες, schwächer, Od. 21, 185, wie εἰ δὲ τοσόνδε βίης ἐπιδευέες εἰμὲν – Ὀδυσῆος 253, vgl. H. Apoll. 338, absolut, οὐδέ τις ἡμείων δύνατο – νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ' ἐπιδευέες ἦμεν, wir waren viel zu schwach, Od. 24, 171; βιότου Hes. Th. 605; τῶν πάντων ἐπιδευέες Her. 4, 130; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 866; – λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς, an Schande u. Schimpf keinen Mangel, d. i. genug davon habend, Il. 13, 622, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσϑα, damit dir Nichts an deinem Rechte mangele, 19, 180.
-
2 ἐπιδευής
ἐπι-δευής, ές ( ἐπιδεύομαι): in need of, lacking, inferior to; δαιτός, Il. 9.225; w. two genitives (and illustrating both meanings at once), βίης ἐπιδευέες εἰμὲν Ὀδυσῆος, Od. 21.253.—Adv., ἐπιδευὲς ἔχειν δίκης, ‘fail of,’ Il. 19.180.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιδευής
-
3 ἐπιδευής
ἐπι-δευής, ές, ermangelnd, bedürftig; βίης ἐπιδευέες, schwächer; absolut, οὐδέ τις ἡμείων δύνατο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ' ἐπιδευέες ἦμεν, wir waren viel zu schwach; λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς, an Schande u. Schimpf keinen Mangel, d. i. genug davon habend; ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσϑα, damit dir Nichts an deinem Rechte mangele -
4 επιδευης
2эп.-ион. (= ἐπιδεής См. επιδεης)1) не имеющий, лишенный, нуждающийся(δαιτός Hom.; βιότου Hes.; τῶν πάντων Her.)
κτήματα τά τε ἔλδεται ὅς κ΄ ἐ. Hom. — имущество, которого жаждет (всякий), кто неимущ;ἄλλης λώβης τε καὴ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς Hom. — иного (т.е. большего) бесчестия и позора (вам, троянцам) не видать;βίης ἐ. Hom. — слабый2) более слабый, уступающий(βίης ἐ. Ὀδυσσῆος Hom.)
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский