-
1 επιδελεαζομαι
См. также в других словарях:
επιδελεάζομαι — ἐπιδελεάζομαι (Α) τοποθετούμαι ως δόλωμα («ἀγκίστροις, ἔχουσιν ἐπιδεδελεασμένας ὑείας σάρκας», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δελεάζομαι (< δέλεαρ)] … Dictionary of Greek
1 επιδελεαζομαι
επιδελεάζομαι — ἐπιδελεάζομαι (Α) τοποθετούμαι ως δόλωμα («ἀγκίστροις, ἔχουσιν ἐπιδεδελεασμένας ὑείας σάρκας», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δελεάζομαι (< δέλεαρ)] … Dictionary of Greek