-
1 ἐπι-δίζημαι
ἐπι-δίζημαι (s. δίζημαι), noch dazu suchen, forschen, verlangen, Her. 1, 95. 5, 106.
-
2 ἐπιδίζημαι
ἐπι-δίζημαι, u. ἐπι-δίζομαι, noch dazu suchen, forschen, verlangen
См. также в других словарях:
επιδίζημαι — ἐπιδίζημαι (Α) 1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τόν τε Κῡρον», Ηρόδ.) 2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»] … Dictionary of Greek