Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπι-γλυκαίνω

См. также в других словарях:

  • ἐπιγλυκαῖνον — ἐπί γλυκαίνω sweeten pres part act masc voc sg ἐπί γλυκαίνω sweeten pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγλυκαίνει — ἐπί γλυκαίνω sweeten pres ind mp 2nd sg ἐπί γλυκαίνω sweeten pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγλυκαίνουσαν — ἐπί γλυκαίνω sweeten pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιγλυκαίνω — ἐπιγλυκαίνω (Α) 1. κάνω κάτι γλυκύτερο 2. είμαι υπόγλυκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλυκαίνω ή < επίγλυκυς] …   Dictionary of Greek

  • ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… …   Dictionary of Greek

  • εφηδύνω — ἐφηδύνω (ΑΜ) 1. κάνω κάτι γλυκό ή νόστιμο, νοστιμίζω («εἰ ὄψον ἐστὶ τὸ τὴν τροφὴν ἐφηδῡνον», Πλούτ.) 2. μτφ. ομορφαίνω, γλυκαίνω, παρέχω ευχαρίστηση («ἀνένεσιν... τὴν ψυχὴν ἐφηδύνων», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. κατευνάζω, καταπραΰνω κάποιον («ἐφηδύνων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»