-
1 ἐπι-γλυκαίνω
ἐπι-γλυκαίνω, noch dazu, noch mehr versüßen, Theophr.
-
2 ἐπιγλυκαίνω
ἐπι-γλυκαίνω, noch dazu, noch mehr versüßen -
3 επιγλυκαίνον
ἐπί-γλυκαίνωsweeten: pres part act masc voc sgἐπί-γλυκαίνωsweeten: pres part act neut nom /voc /acc sg -
4 ἐπιγλυκαῖνον
ἐπί-γλυκαίνωsweeten: pres part act masc voc sgἐπί-γλυκαίνωsweeten: pres part act neut nom /voc /acc sg -
5 επιγλυκαίνει
-
6 ἐπιγλυκαίνει
-
7 επιγλυκαίνουσαν
-
8 ἐπιγλυκαίνουσαν
-
9 πικραίνω
A make sharp or keen, esp. to the taste, π. τὴν κοιλίαν make it bitter, Apoc.10.9:— [voice] Pass.,τὸ στόμα πικραίνεται Hp.Acut.30
: opp. γλυκαίνεσθαι, Arist. Ph. 244b20.2 metaph., embitter, irritate, ; τὴν ἀκοήν affect it harshly, opp. γλυκαίνω, D.H.Comp.12, 15; make harsh, νόμους cj. in A.Eu. 693 :—[voice] Pass., to be exasperated, embittered, Pl.Lg. 731d, Theoc.5.120; ὁ ζωγράφος πονεῖ τι καὶ π. vexes himself, Antiph.144.3;π. ἐπί τισι LXXEx.16.20
; ἔν τισι ib.Ru.1.20; also ἐπικράνθη μοι it grieved me, ib.13.3 of style, make harsh or rugged,διάλεκτον D.H.Dem.55
, cf. 34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πικραίνω
См. также в других словарях:
ἐπιγλυκαῖνον — ἐπί γλυκαίνω sweeten pres part act masc voc sg ἐπί γλυκαίνω sweeten pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγλυκαίνει — ἐπί γλυκαίνω sweeten pres ind mp 2nd sg ἐπί γλυκαίνω sweeten pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγλυκαίνουσαν — ἐπί γλυκαίνω sweeten pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγλυκαίνω — ἐπιγλυκαίνω (Α) 1. κάνω κάτι γλυκύτερο 2. είμαι υπόγλυκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλυκαίνω ή < επίγλυκυς] … Dictionary of Greek
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
εφηδύνω — ἐφηδύνω (ΑΜ) 1. κάνω κάτι γλυκό ή νόστιμο, νοστιμίζω («εἰ ὄψον ἐστὶ τὸ τὴν τροφὴν ἐφηδῡνον», Πλούτ.) 2. μτφ. ομορφαίνω, γλυκαίνω, παρέχω ευχαρίστηση («ἀνένεσιν... τὴν ψυχὴν ἐφηδύνων», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. κατευνάζω, καταπραΰνω κάποιον («ἐφηδύνων… … Dictionary of Greek