Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπι-γαμία

См. также в других словарях:

  • θαλλογαμία — η τύπος γονιμοποίησης τών μυκήτων κατά τον οποίο η σύζευξη γίνεται μεταξύ θαλλών και όχι μεταξύ γαμετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, μονο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • θειογαμία — θειογαμία, ή (Α) ο γάμος με θεϊκό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. α γαμία, έπι γαμία] …   Dictionary of Greek

  • κοινογαμία — η (AM κοινογαμία) το καθεστώς τού ελεύθερου γάμου, τής ελεύθερης σαρκικής μίξης ανδρών και γυναικών χωρίς συζυγικούς δεσμούς («η κοινογαμία υπάρχει σε πολλά φύλα τής Αφρικής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. δι γαμία …   Dictionary of Greek

  • λαθρογαμία — η (AM λαθρογαμία) κρυφός ή παράνομος γάμος νεοελλ. μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, θεο γαμία] …   Dictionary of Greek

  • υπεργαμία — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «ὀψιγαμία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. ἐπι γαμία] …   Dictionary of Greek

  • θεογάμια — Αρχαία γιορτή σε ανάμνηση των γάμων των διαφόρων θεοτήτων, κυρίως της Ήρας και του Δία, από τον γάμο των οποίων πήρε την ονομασία του ο αττικός μήνας Γαμηλιών (Ιανουάριος Φεβρουάριος). * * * θεογάμια, τά (Α) γιορτή στη Σικελία για τον γάμο τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»