-
1 ἐπιβουλεύω
ἐπι|βουλεύω (τινί) затевать козни против кого, злоумышлять -
2 επιβουλευω
1) реже med. втайне замышлять, устраивать, готовить(ἐπανάστασιν и θάνατόν τινι Her.; κατάλυσιν τῇ τυραννίδι ἐ. Thuc.; τῷ δήμῳ κακόν τι Arph.)
τὸ ἐπιβουλεύσασθαι Thuc. — хитрый замысел2) строить козни, устраивать заговор(μήτ΄ ἐ. μήτ΄ ἐπιβουλεύεσθαι Plat., Arst.; τῇ πολιτείᾳ Dem.; τῷ πλήθει Thuc., Arph.)
ἐπιβουλευομένη ἥ πᾶσα Σικελία Thuc. — вся Сицилия, ставшая жертвой интриг;τὰ ἐπιβουλευόμενα Xen. — козни;οὑπιβουλεύων (= ὅ ἐπιβουλεύων) Soph. — строящий козни3) затевать, метить (куда-л.), стремиться(πρήγμασι μεγάλοισι Her.; ἐ. τοιούτοις ἔργοις Lys.; τυραννίδι Plat.)
4) задумывать, затевать, решать(ποιεῖν τι Her., Thuc., Arph.)
См. также в других словарях:
ευεπιβούλευτος — εὐεπιβούλευτος, ον (Α) αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιβουλή, ο ευπρόσβλητος (α. «μὴ συμβῇ τὴν χώραν εὐεπιβούλευτον γενέσθαι», Στράβ. β. «πένητα εὐεπιβούλευτον», Μ. Βασ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι βουλευτός (< επι βουλεύω), πρβλ. αν επι… … Dictionary of Greek
επιβουλεύω — και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω) μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου») αρχ. 1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου 2. ετοιμάζω κάτι κρυφά 3. είμαι επιβλαβής 4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.… … Dictionary of Greek