-
1 βοηθεω
1) спешить или приходить на помощь(ἐς или ἐπὴ τόπον τινά Her., Thuc., Xen. и πρὸς πόλιν τινά Plut.; τινι ἀντία τινός Her.; τινι πρός τινα и πρός τι Xen.)
2) помогать, содействовать(τινι χρήμασι Arst.)
β. ἐπὴ τὰς ναῦς Thuc. — оказывать помощь флоту;β. τινι τὰ δίκαια Xen. — заступаться за чьи-л. законные права;β. εἴς τι Arst. — помогать чему-л. и в чем-л.;βοηθεῖσθαι παρά τινος Arst. — получать помощь от кого-л.;β. πρός τι Arst. — содействовать чему-л. и предохранять от чего-л.3) оказывать врачебную помощь, лечить -
2 επιβοηθεω
ион. ἐπιβωθέω приходить на помощь, помогать(τινι Xen., Her. и ἐπί τινα Xen.; πολλῇ χειρί Thuc.)
-
3 ξυμβοηθεω
одновременно или вместе приходить на помощь, оказывать помощь(τινι Xen., ἐπί τινα Arph. и εἴς τινα Thuc.)
διὰ τὸ μήπω ξυμβεβοηθηκέναι Thuc. — так как помощь еще не подоспела -
4 συμβοηθεω
одновременно или вместе приходить на помощь, оказывать помощь(τινι Xen., ἐπί τινα Arph. и εἴς τινα Thuc.)
διὰ τὸ μήπω ξυμβεβοηθηκέναι Thuc. — так как помощь еще не подоспела
См. также в других словарях:
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… … Dictionary of Greek